Αορτολαγόνια αποφρακτική νόσος
Αορτολαγόνια αποφρακτική νόσος
Ορισμός: Αορτολαγόνια αποφρακτική νόσος ορίζεται, ως η στένωση – απόφραξη της αορτής περιφερικότερα της έκφυσης των νεφρικών αρτηριών με ή χωρίς την στένωση – απόφραξη των λαγονίων αρτηριών.
Επιδημιολογία: Οι Ασθενείς όπου η αθηρωματική νόσος εστιάζεται αποκλειστικά στην περιοχή της αορτής και των λαγονίων αρτηριών είναι συνήθως νέοι, καπνιστές και με ιστορικό υπερχοληστερολαιμίας. Ασθενείς με πολυεπίπεδη αθηρωματική νόσο, είναι μεγαλύτερης ηλικίας και η κλινική τους εικόνα είναι συνήθως μεγαλύτερης βαρύτητας, ενώ στο ιστορικό τους παρουσιάζουν αρτηριακή υπέρταση και σακχαρώδη διαβήτη.
Αιτιολογία: Οι αιτιολογικοί παράγοντες της νόσου είναι οι ίδιοι παράγοντες που συντελούν στη δημιουργία της αθηρωματικής πλάκας. Το κάπνισμα διαδραματίζει πρωταγωνιστικό ρόλο, καθώς και η αρτηριακή υπέρταση. Άλλοι παράγοντες κινδύνου είναι η υπερχοληστερολαιμία και ο σακχαρώδης διαβήτης.
Μια ειδική κατηγορία ασθενών που ανήκει στα πλαίσια αυτής της πάθησης είναι το σύνδρομο της υποπλαστικής αορτής. Πρόκειται για νεαρές σχετικά γυναίκες με βαρύ ιστορικό καπνίσματος, δίχως να έχουν άλλους από τους παράγοντες κινδύνου της αθηρωματικής νόσου.
Κλινική εικόνα: Η κλινική εικόνα της αορτολαγόνιας νόσου μπορεί να παρουσιάσει ένα ευρύ φάσμα κλινικής συμπτωματολογίας: από άλγος κατά τη βάδιση, στη γαστροκνημία(γάμπα), στο μηρό ή γλουτό, ως και άλγος στην ηρεμία. Στη περίπτωση που ο ασθενής παρουσιάσει άλγος στην ηρεμία συνήθως το επίπεδο της αθηρωματικής βλάβης δεν εστιάζεται μόνο στην αορτή και στις λαγόνιες αρτηρίες, αλλά και περιφερικότερα, πρόκειται δηλαδή για πολυεπίπεδη νόσο.
Ιδιαίτερη αναφορά πρέπει να γίνει στους άνδρες πάσχοντες, καθώς στο 30% παρουσιάζουν στυτική δυσλειτουργία. Αυτό το σύμπτωμα αποτελεί ένα από τα τέσσερα συμπτώματα, όπου στο σύνολό τους δημιουργούν το σύνδρομο Leriche. Τα υπόλοιπα τρία συμπτώματα είναι: άλγος κατά την βάδιση, ατροφία των μυών και μειωμένοι παλμοί της μηριαίας αρτηρίας.
Διάγνωση: Η διάγνωση της αορτολαγόνιας νόσου στις περισσότερες των περιπτώσεων, είναι σχετικά εύκολη για τον Αγγειοχειρουργό, αρκεί η λήψη του ιστορικού και μια ενδελεχή κλινική εξέταση. Απαραίτητη προϋπόθεση για την περαιτέρω διερεύνηση, την κατανομή και το είδος των βλαβών της νόσου είναι η διενέργεια απεικονιστικού ελέγχου 2ου επιπέδου. Περισσότερες πληροφορίες λαμβάνονται με αξονική αγγειογραφία, εναλλακτικά με μαγνητική αγγειογραφία. Η απεικόνιση αποτελεί ουσιαστική εξέταση βάση της οποίας θα γίνει ο σχεδιασμός της θεραπευτικής αντιμετώπισης.
Θεραπεία: Όπως και στις περισσότερες αγγειοχειρουργικές παθήσεις οι επιλογές για την εγχειρητική αποκατάσταση της βλάβης είναι δύο: Η ενδαγγειακή – ενδοαυλική αποκατάσταση με τη χρήση ενδομοσχευμάτων (stent) και η ανοιχτή χειρουργική αποκατάσταση με τη δημιουργία παρακάμψεων (bypass).
Η ενδαγγειακή αποκατάσταση με τη χρήση stents, κερδίζει όλο και περισσότερο έδαφος τα τελευταία χρόνια και έχει καθιερωθεί ως επέμβαση εκλογής σε περιπτώσεις ,όπου μπορεί να εφαρμοστεί. Επιπλέον καινούργιες τεχνικές όπως η CERAB (Covered endovascular reconstruction of aortic bifurcation), βελτιώνουν τα ήδη καλά αποτελέσματα της ενδαγγειακής χειρουργικής και έρχονται να προσθέσουν περαιτέρω οφέλη σε μια ελάχιστα επεμβατική προσέγγιση.
Σε περιπτώσεις που δεν είναι δυνατή η ενδαγγειακή αποκατάσταση της αορτολαγόνιας αθηρωματικής νόσου, η ανοιχτή χειρουργική αποκατάσταση αποτελεί μια εξίσου αξιόλογη θεραπευτική προσέγγιση. Ο στόχος της ανοιχτής χειρουργικής είναι η παράκαμψη (bypass) της βλάβης με τη χρήση μοσχεύματος. Είναι απαραίτητο λοιπόν κεντρικότερα και περιφερικότερα της βλάβης να υπάρχει υγιές αγγείο, ώστε το μεν αγγείο να προσφέρει και το δε αγγείο να λαμβάνει αίμα με σκοπό την εξάλειψη της συμπτωματολογίας του ασθενούς.
Η αορτολαγόνια αποφρακτική νόσος αποτελεί μια βαριά κλινική οντότητα για τον ίδιο τον ασθενή. Στόχος του θεράποντος Αγγειοχειρουργού είναι να επικοινωνήσει στον ασθενή τις θεραπευτικές επιλογές που έχει και τις προεκτάσεις που έχει η κάθε προσέγγιση ώστε να επιλεχθεί η καλύτερη δυνατή και εξατομικευμένη θεραπεία στον κάθε ασθενή.