Ανεύρυσμα ιγνυακής αρτηρίας
Ανεύρυσμα ιγνυακής αρτηρίας
Ορισμός: Η φυσιολογική διάμετρος της ιγνυακής αρτηρίας είναι 1,1 – 0,5cm, μεγαλύτερη κεντρικότερα και μειώνεται στην περιφέρεια. Ανεύρυσμα ιγνυακής αρτηρίας θεωρείται όταν η διάμετρος του αγγείου είναι πάνω από 1,5cm με τους περισσότερους Αγγειοχειρουργούς να λαμβάνουν τα 2cm ως ένδειξη για επέμβαση.
Επιδημιολογία: Το ανεύρυσμα της ιγνυακής αρτηρίας είναι το συχνότερο περιφερικό ανεύρυσμα. Αποτελεί το 70% των περιφερικών ανευρυσμάτων, 50% είναι η πιθανότητα να είναι αμφωτερόπλευρο, 50% να έχει ο ασθενής συνυπάρχον ανεύρυσμα στην κοιλιακή αορτή και 50% να εμφανίσει ανεύρυσμα σε άλλο σημείο του αρτηριακού δέντρου εντός 10 ετών.
Αιτιολογία: Ο κύριος αιτιολογικός παράγοντας είναι η εκφύλιση του αγγείου. Είναι πιθανό, καθότι η ιγνυακή αρτηρία βρίσκεται ανατομικά στον ιγνυακό βόθρο, δηλαδή στη περιοχή πίσω από το γόνατο λόγω της συνεχούς κάμψης και έκτασης του άκρου να υπεισέρχεται βλάβη στο αγγείο και αυτό να συνδράμει στην δημιουργία του ανευρύσματος. Άλλοι αιτιολογικοί παράγοντες είναι η κληρονομικότητα, το τραύμα και οι συγγενείς ανωμαλίες.
Κλινική εικόνα: Παρά το γεγονός ότι σε αρκετές περιπτώσεις η διάγνωση του ανευρύσματος μπορεί να είναι τυχαίο εύρημα, σε ποσοστό μεγαλύτερο του 50% οι ασθενείς παρουσιάζουν κάποιο σύμπτωμα. Είναι κρίσιμο να σημειωθεί για την καλύτερη κατανόηση ότι το ανεύρυσμα στο εσωτερικό του μπορεί να περιέχει θρόμβο, κομμάτια αυτού του θρόμβου μπορούν να αποκολληθούν και να μεταφερθούν λόγω της αρτηριακής ροής σε διάφορες περιοχές του αρτηριακού συστήματος. Κατά συνέπεια η συμπτωματολογία του ασθενούς μπορεί να ποικίλει , ο ασθενής μπορεί να είναι από ασυμπτωματικός έως να κινδυνεύει με απώλεια του άκρου και ανυπόφορο άλγος. Λιγότερο συχνά μπορεί να εμφανίσει συμπτωματολογία που να οφείλεται στην πίεση που ασκεί το ανεύρυσμα στις γειτονικές δομές (πχ νεύρα ή φλέβες) και ο πάσχον να παρουσιάσει νευρογενή πόνο, οίδημα ή ακόμα και θρόμβωση του εν τω βάθει φλεβικού δικτύου. Ενδεικτικά αξίζει να σημειωθεί ότι σε έρευνα του Szilagyi παρατηρήθηκε ότι στην 5ετία το 68% των ασθενών με ανεύρυσμα ιγνυακής αρτηρίας μη χειρουργημένο παρουσίασε επιπλοκές στο κάτω άκρο από την νόσο, ενώ ο Dawson για το ίδιο χρονικό διάστημα σε 71 ανευρύσματα ιγνυακής αρτηρίας που δεν χειρουργήθηκαν παρατήρησε επιπλοκές στο 74% των ασθενών.
Διάγνωση: Αρχικά γίνεται λήψη του ιστορικού και ακολουθεί κλινική εξέταση, κατά την οποία είναι δυνατόν (ανάλογα με το μέγεθος του ανευρύσματος αλλά και τις διαστάσεις του άκρου) να ψηλαφηθεί ευρύς σφυγμός ή σφύζουσα μάζα στην περιοχή πίσω από το γόνατο (ιγνυακός βόθρος). Η διάγνωση επιβεβαιώνεται με το Triplex της ιγνυακής αρτηρίας, ενώ αν οι διαστάσεις του ανευρύσματος ή η συμπτωματολογία του ασθενούς χρήζει χειρουργείου ακολουθεί και εξέταση 2ου επιπέδου με αξονική αγγειογραφία.
Πότε χειρουργείται ο ασθενής με ανεύρυσμα ιγνυακής αρτηρίας; Απόλυτες ενδείξεις: 2cm διάμετρος του ανευρύσματος ή ασθενής με συμπτώματα λόγω της ανευρυσματικής νόσου.
Σχετικές ενδείξεις: μεγάλο θρομβωτικό φορτίο εντός του ανευρύσματος ή ασυμπτωματική απόφραξη των κνημιαίων αγγείων.
Πρέπει να τονιστεί ότι σε περίπτωση που ο ασθενής δεν πληρεί κανένα από τα κριτήρια επιβάλλεται να εισέλθει σε πρωτόκολλο παρακολούθησης.
Θεραπεία: Οι θεραπευτικές προσεγγίσεις είναι δύο, ανοιχτή χειρουργική επέμβαση και Ενδαγγειακή αντιμετώπιση. Η Ενδαγγειακή προσέγγιση έχει το πλεονέκτημα ότι είναι λιγότερο επεμβατική μέθοδος, με ταχύτερη ανάρρωση (σε 24 ώρες ο ασθενής επιστρέφει στην οικία του) και μικρότερο καρδιακό κίνδυνο. Από την άλλη προϋποθέτει ο ασθενής να έχει ανατομική καταλληλότητα, ώστε να μπορέσει να τοποθετηθεί το stent, με πιθανώς χαμηλότερα ποσοστά βατότητας από την ανοιχτή επέμβαση.
Η επιλογή της κατάλληλης θεραπευτικής προσέγγισης είναι βαρύνουσας σημασίας για τον ασθενή. Οφείλει να γίνεται εξατομικευμένα με βάσει την ηλικία, τις δραστηριότητες και την γενική εικόνα του ασθενούς. Ένας εν τω βάθει διάλογος με τον Αγγειοχειρουργό είναι απαραίτητος για την πλήρη κατανόηση της νόσου, την εξέλιξή της και την θεραπεία της.
Ανευρύσματα σπλαχνικών αγγείων: Η ανευρυσματική νόσος των σπλαχνικών αρτηριών αποτελεί σπάνια νόσο, αλλά απαιτεί παράλληλα ουσιαστική γνώση από την πλευρά του θεράποντος Αγγειοχειρουργού για την σωστή καθοδήγηση του ασθενούς καθότι συνιστά νοσολογική οντότητα που μπορεί να απειλήσει την ζωή του πάσχοντος.
Βασικές έννοιες της ανατομικής των σπλαχνικών αρτηριών: Οι μονοφυείς σπλαχνικοί κλάδοι της κοιλιακής αορτής είναι η κοιλιακή αρτηρία, η άνω μεσεντέριος αρτηρία και η κάτω μεσεντέρια αρτηρία. Οι αρτηρίες αυτές καθώς και οι κλάδοι τους αποτελούν τα κύρια αγγεία της ανευρυσματικής νόσου των σπλαχνικών αγγείων. Βλ σχ
Γενικά: Τα ανευρύσματα των σπλαχνικών αρτηριών μπορούν να χωριστούν σύμφωνα με το αγγείο που αφορούν, σε ανευρύσματα κοιλιακής αρτηρίας, άνω μεσεντερίου αρτηρίας και κάτω μεσεντερίου αρτηρίας. Συνολικά συναντώνται στο 0,1-2% του ενήλικου πληθυσμού, ποσοστό που φθάνει στο 10% σε ανθρώπους τρίτης ηλικίας. Επιπλέον το 1/3 των ασθενών με ανεύρυσμα σπλαχνικών αρτηριών θα έχει ανευρυσματική νόσο και σε άλλη απόμακρη ανατομική περιοχή.
Διάγνωση: Η ανεύρεση της νόσου γίνεται συνήθως τυχαία. Η εξέλιξη της τεχνολογίας συνέβαλε σημαντικά σε αυτήν την κατεύθυνση. Η Μαγνητική αγγειογραφία αλλά και ο υπέρηχος είναι απεικονιστικές εξετάσεις που μπορούν να οδηγήσουν στη διάγνωση. Η Αξονική αγγειογραφία παρόλα αυτά αποτελεί την εξέταση εκλογής (καλύτερη επιλογή).