Σύνδρομο παγίδευσης Ιγνυακής αρτηρίας
Σύνδρομο παγίδευσης Ιγνυακής αρτηρίας
Ο όρος “Παγίδευση Ιγνυακής “ επινοήθηκε από τους Love και Whelan το 1965, ενώ πρωτοπεριγράφηκε το 1879 από τον Stuart.
Ορισμός:
Με τον όρο σύνδρομο παγίδευσης ιγνυακής αρτηρίας περιγράφεται ένα σύνολο νευρο-μυκής και ισχαιμικής συμπτωματολογίας, απότοκος της παθολογικής παγίδευσης της ιγνυακής αρτηρίας από ανώμαλους μύες και τένοντες.
Επιδημιολογία:
Η συντριπτική πλειοψηφία των περιπτώσεων αφορά το ανδρικό φύλο, ενώ το ηλικιακό εύρος είναι από 21 ως 41 έτη. Συναντάται στο 60% των νεαρών με συμπτωματολογία διαλείπουσας χωλότητας και η πιθανότητα να την παρουσιάσει ο ασθενής και στα δύο κάτω άκρα είναι 30%.
Αιτιολογία:
Ο αιτιολογικός παράγοντας της νόσου οφείλεται σε ανωμαλίες κατά την εμβρυολογική ανάπτυξη των αγγειακών και μυικών δομών της περιοχής. Η ανάπτυξη των μυών και των αγγείων του ιγνυακού βόθρου (η περιοχή πίσω από το γόνατο) είναι μια δυναμική διαδικασία, που εξηγεί διαφορετικές ανατομικές παραλλαγές του συνδρόμου παγίδευσης της ιγνυακής.
Υπάρχουν 6 διαφορετικοί τύποι:
1ος τύπος
Η ιγνυακή αρτηρία βρίσκεται επί τα έσω του γαστροκνήμιου μυός(μυς ο οποίος βρίσκεται στη γάμπα).
2ος τύπος
Η ιγνυακή αρτηρία παρεκτοπίζεται επί τα έσω λόγω της ανώμαλης κατάφυσης του γαστροκνήμιου μυός.
3ος τύπος
Ανώμαλος μυς ή ίνες περικλείουν και συμπιέζουν την ιγνυακή αρτηρία ή όταν ο γαστροκνήμιος μυς έχει διπλή έκφυση, παγιδεύει και πιέζει την ιγνυακή αρτηρία.
4ος τύπος
Η αρτηρία παραμένει στην εμβρυολογική της θέση και συμπιέζεται από τον ιγνυακό μυ ή από ινώδη στοιχεία.
5ος τύπος
Η κατηγορία αυτή διαφοροποιείται από τις υπόλοιπες, καθώς εκτός από την αρτηρία συμπιέζεται και η ιγνυακή φλέβα με έναν οποιονδήποτε από τους παραπάνω μηχανισμούς. Ο πέμπτος τύπος της παγίδευσης της ιγνυακής αρτηρίας αποτελεί το 10% των περιπτώσεων.
6ος τύπος
Ο τελευταίος τύπος παγίδευσης ιγνυακής αρτηρίας παρουσιάζεται σε ασθενείς με τυπική συμπτωματολογία της νόσου, που δεν εμφανίζουν (απεικονιστικά) ανατομικές ανωμαλίες.
Κλινική εικόνα:
Η πάθηση αφορά κυρίως νέους ανθρώπους, με τη συμπτωματολογία να ποικίλει από πόνο, παραισθησία κρύα άκρα (πόδια) μετά από γυμναστική ως διαλείπουσα χωλότητα (πόνο κατά την διάρκεια της βάδισης) ή ακόμα και άλγος ηρεμίας με νέκρωση.
Είναι σημαντικό να τονιστεί ότι ο ασθενής μπορεί να παρουσιάσει άτυπη συμπτωματολογία, όπως πόνο στεκόμενος σε όρθια θέση ο οποίος βελτιώνεται με την άσκηση.
Διάγνωση:
Μετά την λήψη του ιστορικού όπου ο ασθενής περιγράφει μια τυπική ή άτυπη κλινική εικόνα, ακολουθεί λήψη κνημοβραχιόνιου δείκτη πριν και μετά από την δοκιμασία βάδισης. Ακολούθως, διενεργείται έγχρωμο υπερηχογράφημα της οπίσθιας κνημιαίας αρτηρίας όπου ο ασθενής καλείται να κάνει πελματιαία κάμψη του άκρου αρχικά και στην συνέχεια ο θεράπων ιατρός να προκαλέσει ραχιαία κάμψη του αστραγάλου. Κατά την διάρκεια αυτών των ελιγμών αναμένεται να επηρεαστούν οι υπερηχογραφικές μετρήσεις λόγω συμπίεσης της ιγνυακής αρτηρίας. Εφόσον αυτό παρατηρηθεί, ακολουθεί εξέταση 2ου επιπέδου όπως CT αγγειογραφία ή MR αγγειογραφία ή ψηφιακή αφαιρετική αγγειογραφία, όπου θέτει και την τελική διάγνωση.
Θεραπεία:
Στις περισσότερες των περιπτώσεων έχει ένδειξη η χειρουργική παρέμβαση, ειδικά στα πρώτα πέντε στάδια, ενώ στο έκτο στάδιο εξαρτάται από τη βαρύτητα των συμπτωμάτων. Σε γενικές γραμμές όταν η νόσος αντιμετωπιστεί στα αρχικά στάδια, όπου δεν έχει επηρεαστεί η ιγνυακή αρτηρία η μυοτομία από μόνη της είναι αρκετή για να αντιμετωπιστεί η νόσος. Σκοπός της επέμβασης αυτής είναι η τομή της έσω κεφαλής του γαστροκνημίου μυ (χωρίς να επιφέρει λειτουργικό πρόβλημα στον ασθενή), ώστε να αποσυμπιεστεί η ιγνυακή αρτηρία. Σε πιο προχωρημένα στάδια της νόσου, όπου υπάρχει εκφύλιση (καταστροφή) του αρτηριακού τοιχώματος της ιγνυακής αρτηρίας, τη μυοτομία πρέπει να ακολουθήσει ανακατασκευή του αρτηριακού τοιχώματος.
Το σύνδρομο παγίδευσης ιγνυακής αρτηρίας είναι μια πάθηση που χρήζει υψηλής κλινικής υποψίας από την πλευρά του θεράποντος Αγγειοχειρουργού καθώς και καλή απεικόνιση, ώστε να μπορέσει να προσφέρει στον ασθενή την κατάλληλη θεραπεία για την επίλυση του προβλήματος.